- σκοτοβινιώ
- -άω, Α(κωμ. λ.)1. συνουσιάζομαι στο σκοτάδι2. επιθυμώ να βρεθώ κρυφά με γυναίκα («κἀγὼ καθεύδειν βούλομαι καὶ στύομαι καὶ σκοτοβινιῶ», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + βινῶ «συνουσιάζομαι» με επίθημα -ιῶ, δηλωτικό ασθενείας].
Dictionary of Greek. 2013.